συγκεφαλαιοῦται

συγκεφαλαιοῦται
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
pres ind mp 3rd sg
συγκεφαλαιόω
bring together under one head
pres ind mp 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συγκεφαλαιώνω — συγκεφαλαιῶ, όω, ΝΜΑ [κεφαλαιῶ] επαναλαμβάνω συνοπτικά όσα είπα ή έγραψα εκτεταμένα, συνοψίζω («νῡν περὶ ψυχῆς τὰ λεχθέντα συγκεφαλαιώσαντες», Αριστοτ.) μσν. αρχ. μέσ. συγκεφαλαιοῡμαι, όομαι συντίθεμαι, συναποτελούμαι («τὴν τριάδα εἰς μονάδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”